- μονοπάθεια
- μονοπάθεια, ἡ (Α)ασθένεια που προσβάλλει ένα μόνο μέρος τού σώματος.[ΕΤΥΜΟΛ. < μον(ο)-* + -πάθεια (< -παθής < πάθος), πρβλ. δισκο-πάθεια].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μονοπάθειαι — μονοπάθεια suffering in one part of the body only fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μον(ο)- — (ΑΜ μον[ο] , Α ιων. μουν[ο] ) α συνθετικό πολλών λ. τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μόνος* (ιων. μοῡνος) και έχει την έννοια ότι αυτό που δηλώνει το β συνθετικό: α) είναι ένα και μοναδικό ή έχει απομείνει μόνο ένα (μονοσύλλαβος,… … Dictionary of Greek